δῶμα

δῶμα
δῶμα
Grammatical information: n.
Meaning: `house, living, temple', often in plur., s. Schwyzer-Debrunner 43 (Il..; also Arc [Tegea Va] = `temple').
Derivatives: δωμάτιον `small house, room, chapel' (Att.); δωματίτης, f. -ῖτις `belonging to the house' (A.); δωματόομαι `provide with houses' (A. Supp. 958).
Origin: IE [Indo-European] [198] *dem- `house'
Etymology: From the word in δεσπότης (s. v.), IE *dem-. Nearest is Arm. n-stem tun `house', gen. tan. Not with Brugmann Grundr.2 2 : 1, 136 from the long-vowel acc. of masc. root noun *dōm-m, which was later reinterpreted as neutre. - Diff. J. Schmidt Pluralbild. 222 and Brugmann (Grundr.2 2 : 2, 828; s. Schwyzer 524 n. 5).
Page in Frisk: 1,429

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δῶμα — house neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώμα — H ελεύθερη πάνω επιφάνεια της επίπεδης στέγης ενός κτιρίου· η ταράτσα. Η κατασκευή του δ. οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: αφενός στην έλλειψη επαρκούς ξυλείας ώστε να κατασκευαστεί επικλινής στέγη και αφετέρου στην ανάγκη συλλογής του βρόχινου… …   Dictionary of Greek

  • δώμα — το 1. διαμέρισμα, μέρος σπιτιού. 2. επίπεδη στέγη σπιτιού που χρησιμοποιείται ως ταράτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δώμασ' — δώ̱μασι , δῶμα house neut dat pl δώμᾱσαι , δωμάω build aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic) δώμᾱσα , δωμάω build aor ind act 1st sg (doric aeolic) δώμᾱσε , δωμάω build aor ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωμάτων — δω̱μάτων , δῶμα house neut gen pl δωμά̱των , δωμάω build pres imperat act 3rd pl δωμά̱των , δωμάω build pres imperat act 3rd dual δωματόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δωματόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώμαθ' — δώ̱ματα , δῶμα house neut nom/voc/acc pl δώ̱ματι , δῶμα house neut dat sg δώ̱ματε , δῶμα house neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώματ' — δώ̱ματα , δῶμα house neut nom/voc/acc pl δώ̱ματι , δῶμα house neut dat sg δώ̱ματε , δῶμα house neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεύγμα — το (AM ζεῡγμα) [ζεύγνυμι] κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος 2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο τού λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος β) «ζεύγμα ποταμού»… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”